- οχλαγωγικός
- -ή, -ὁ (Α ὀχλαγωγικός, -ή, -όν) [οχλαγωγός]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχλαγωγία, θορυβώδης2. αυτός που γίνεται ή συνοδεύεται από οχλαγωγία3. δημαγωγικός, στασιαστικόςαρχ.1. αυτός που προσελκύει και παρασύρει τον λαό με σκοπό την εκμετάλλευσή του για το προσωπικό όφελός του2. (κατ' επέκτ.) αγυρτικός.επίρρ...οχλαγωγικώς και -άμε οχλαγωγικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.